Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Αρχαία Ελληνικά: Είδη μετοχών (β)

Η μετοχή είναι κλιτός ρηματικός τύπος με τρία γένη, που αποδίδεται στα νέα ελληνικά συνήθως με δευτερεύουσα πρόταση. 

Η μετοχή έχει δική της σύνταξη, όπως και ένα ρήμα. Παίρνει υποκείμενο, δέχεται αντικείμενα και αν προέρχεται από συνδετικό ρήμα, μπορεί να αποδίδει κατηγορούμενα.
 
 
Είδη μετοχών (συντακτική λειτουργία, απόδοση στα ν.ελληνικά)
 

 
 
Σύνδεση με το ρήμα
 
Το υποκείμενο της μετοχής τίθεται σε ίδιο γένος, ίδια πτώση και αριθμό με τη μετοχή.
 
  • Όταν το υποκείμενο της μετοχής έχει και άλλο (δεύτερο) συντακτικό ρόλο, τότε η μετοχή χαρακτηρίζεται συνημμένη (=συνδεδεμένη), αφού μέσω του υποκειμένου της συνδέεται με κάποιον άλλο συντακτικό όρο της πρότασης.
  • Όταν το υποκείμενο της μετοχής δεν έχει άλλη συντακτική θέση, αλλά είναι απλώς και μόνον υποκείμενο της μετοχής, τότε η μετοχή ονομάζεται απόλυτη.
  • Η απόλυτη μετοχή των προσωπικών ρημάτων κανονικά τίθεται σε πτώση γενική (γενική
    απόλυτη
    ), ενώ όταν το ρήμα είναι απρόσωπο, μπαίνει σε αιτιατική (αιτιατική απόλυτη).
  • Κανονικά μόνο μία επιρρηματική μετοχή μπορεί να είναι απόλυτη.
 

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Αρχαία ελληνικά: Παθητικοί χρόνοι (α΄)

Τα ρήματα μέσης φωνής εκτός από μέση διάθεση (μέσα ρήματα) μπορούν να έχουν και/ή παθητική (παθητικά ρήματα). Κανονικά τα μέσα και τα παθητικά ρήματα έχουν κοινούς όλους τους χρόνους (παρόλο που διαφοροποιούνται στη σημασία), εκτός από τον μέλλοντα και τον αόριστο

Ο Παθητικός Μέλλοντας και ο Παθητικός Αόριστος σε όλες τις εγκλίσεις τους, καθώς και στο απαρέμφατο και στη μετοχή, παίρνουν το χρονικό πρόσφυμα -θη- (στον αόριστο σε ορισμένες περιπτώσεις το -η- συγχωνεύεται με το αρχικό φωνήεν της κατάληξης ή παθαίνει συστολή και γίνεται -ε-).

 

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΚΛΙΣΗΣ

 



* Στα αφωνόληκτα ο χαρακτήρας του ρήματος πριν από το χρονικό πρόσφυμα -θη- τρέπεται στο αντίστοιχο δασύ σύμφωνο:

                                                      ουρανικόληκτα   -χθη-

                                                      χειλικόληκτα      -φθη-

                                                      οδοντικόληκτα   -σθη-